- αγριόγαλλος
- Ορνιθόμορφο πτηνό της Ευρώπης, το μεγαλύτερο στο είδος του. Επιστημονικά λέγεται τετράων ο ουρόγαλλος.Το άνοιγμα στις φτερούγες του ώριμου αρσενικού μπορεί να φτάσει το 1,5 μ. Το βάρος του είναι περίπου 4 κιλά, φτάνει όμως κάποτε και 6-8. Έχει ράμφος ισχυρό και αισθητά καμπυλωτό, μάτια μαυριδερά, με ανοιχτόχρωμα εξογκώματα στο δέρμα του πάνω μέρους. Τα πόδια του, που καλύπτονται στους ταρσούς από φτερά, έχουν τρία δάχτυλα μπροστά και ένα πίσω ψηλότερα, εφοδιασμένα με δυνατά νύχια, κατάλληλα για να σκαλίζουν. Το αρσενικό έχει φτέρωμα μαυρογάλαζο με γκρίζες ραβδώσεις στη ράχη και μαυροκόκκινες στον λαιμό, όπου τα φτερά σχηματίζουν ένα είδος γένι. Στον αυχένα και στο στήθος τα φτερά του είναι πράσινα με μεταλλικές ανταύγειες· στο υπογάστριο είναι μαύρα. Η μεγάλη ουρά του, που μπορεί να ανοίγει σαν βεντάλια, είναι μαύρη με άσπρες κηλίδες. Το θηλυκό, μικρότερο από το αρσενικό, έχει φτέρωμα κίτρινο με πυκνές μαυριδερές ραβδώσεις.
Ο α. τρέφεται με σκουλήκια, έντομα και νύμφες, άγρια μούρα και βλαστάρια. Ζει κατά προτίμηση σε δάση κωνοφόρων και σε θαμνότοπους. Απαντάται κυρίως στη δυτική Ασία. Παλιότερα υπήρχε και σε όλες τις ορεινές περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Το εντατικό κυνήγι όμως και διάφορες αρρώστιες τον περιόρισαν τόσο, ώστε σήμερα βρίσκεται μόνο στα ορεινά δάση της Γερμανίας και των Βαλκανίων. Σε πολλές χώρες το κυνήγι του α. περιορίζεται με αυστηρές διατάξεις, για να αποτραπεί η οριστική εξαφάνισή του.
Ο αγριόγαλλος, το μεγαλύτερο ορνιθόμορφο πτηνό της Ευρώπης (φωτ. Igda).
Dictionary of Greek. 2013.